- διεκόπη
- διακόπτωcut in twoaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Κάνες — I (Cannαe). Αρχαίος οικισμός της Ιταλίας, όπου διεξήχθη η περίφημη συντριβή του ρωμαϊκού στρατού από τον Αννίβα, κατά τον Β’ Καρχηδονιακό πόλεμο (216 π.Χ.). Βλ. λ. Κάννες. II (Cannes). Πόλη (67.300 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Γαλλίας. Η… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek
Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… … Dictionary of Greek
παλαιοαρκτική περιοχή — Μία από τις ζώνες της ζωογεωγραφικής ολοαρκτικής περιοχής. Βρίσκεται στα Ν της αρκτικής ζώνης και περιλαμβάνει τα ασιατικά δάση ταϊγκά, κωνοφόρα ανάμεικτα και πλατύφυλλα δάση της Ευρώπης, καθώς και τα δάση ταϊγκά της Βόρειας Αμερικής, ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Παλαιστίνη — Η Π. βρέχεται Δ από τη Μεσόγειο και από τον κόλπο της Άκαμπα (Ερυθρά θάλασσα) στα Ν, και συνορεύει με τον Λίβανο στα Β, τις τεράστιες ερημικές ή ημιερημικές εκτάσεις της Συρίας στα Α, το Σινά στα ΝΔ. Μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε 3 λωρίδες,… … Dictionary of Greek
Παλαμαϊκή σχολή — Ιδρύθηκε το 1760 στο Μεσολόγγι από τον δάσκαλο του Γένους Παναγιώτη Παλαμά, που ήταν και διευθυντής της μέχρι τον θάνατό του. Λειτούργησε ως κοινοσυντήρητο ίδρυμα και απέκτησε μεγάλη φήμη. Στη συνέχεια τη διεύθυνσή της ανέλαβε ο γιος του… … Dictionary of Greek
Παναιγύπτια — Εβδομαδιαίο περιοδικό (1926 28 και 1931 38), που ίδρυσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ο Στέφανος Πάργας. Το περιοδικό γνώρισε δύο περιόδους. Εκείνην των παιδικών «Π.» και την περίοδο των κυρίως «Π.». Στα παιδικά «Π.» συνεργάστηκαν και οι Κ.… … Dictionary of Greek
Πρεβό ντ’ Εξίλ, Αντουάν Φρανσουά — (Prevost d’ Exiles ο αβάς Π., Εντέν, Καλαί 1697 – Κουρτέιγ, Ουάζ 1763). Γάλλος συγγραφέας. Σπούδασε κοντά στους ιησουίτες, αλλά αργότερα έγινε βενεδικτίνος· η εκκλησιαστική του όμως σταδιοδρομία διεκόπη από περιόδους υπηρεσίας στον στρατό: έζησε… … Dictionary of Greek
Πρωτοπόροι — Μηνιαίο λογοτεχνικό και κοινωνιολογικό περιοδικό της Αθήνας, που ιδρύθηκε τον Φεβρουάριο του 1930 από τον Π. Πικρό. Η έκδοσή του διεκόπη μετά το 2o τεύχος αλλά επανεκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 1931 με τον ίδιο τίτλο και την ίδια διεύθυνση. Μετά… … Dictionary of Greek